Αντιπολεμικές δράσεις στα Σχολεία μας, Υλικό για την Παλαιστίνη, Ποιήματα

Ποίηση για την Παλαιστίνη

 Αγγελική Ξένου

Μέχρι να σταματήσει τ’ άδικο στον τόπο σου
γίνομαι στόμα που φωνάζει για την ελευθερία σου
Μέχρι να δικαιωθούν οι νεκροί σου
γίνομαι σώμα που ανασταίνει τις κόρες και τους γιους σου
Μέχρι να ελευθερωθούν οι ζωντανοί σου
γίνομαι χώμα που κρύβει τους σπόρους σου
Και από τα κλαδιά της ιερής ελιάς σου
φτερουγίζω με τη λευκή περιστέρα
τραγουδώντας προς όλη τη γη:
‘Ακούστε, χτυπάει η Παλαιστίνη στην καρδιά μου…
είμαι ελεύθερη’

Μαριλίζα Λούντζη


Για τις μέρες και τις ώρες που περνούν πονάω.
Πιο πολύ γι’ αυτό που για να γίνει πρέπει να ναι τα πόδια μου βαθιά χωμένα μες τη γη.
Το κεφάλι μου τρελά υψωμένο στον ουρανό.
Το βλέμμα στ’ άστρα.
Το κλειδί της πόρτας του αύριο στην τσέπη.
Κυρίως θέλει εμένα ένα φτωχό παλιάτσο της ποίησης.
Να βουτά τα χέρια του στον κουβά με τη μπογιά που χύνουν οι αιώνες.
Σα μέγας αρχιτέκτονας,
ζωγραφιές με τα δάχτυλα
πάνω στα σπηλαία των αιώνων να μηχανορραφώ επιδέξια στα τοιχώματα.
Ένα βουβάλι αληθινό από τον τοίχο να ορμά πάνω στη λεία.
Ένα πιστόλι στον κρανίο να βρίσκει ένα παιδί.
Κι ύστερα αυτοί,
που τα δακτυλικά μου αποτυπώματα ξέρουνε να διαβάζουν,
σε μια καρεκλά να με καθίσουν. 

Να μ’ ανακρίνουν που είπα την αλήθεια.
Του πίνακά μου ν’ αποκρυπτογραφήσουν το γενετικό υλικό.
Θα βρουν έτσι στον τοίχο το αίμα το δικό μου. 
Το σημάδι ενός λαού..
Κι έτσι καθώς το φως, στο μέτωπο θα πέφτει το γυμνό μου,
απόφαση θα πάρει ο ιδρώτας μου ποτέ να μη στεγνώσει.
Δε χαραμίζω τη ζωή μου σε τούτο το μπουντρούμι.
Μονάχα έτσι οι στάλες μου θα γίνουνε ποτάμι,
να ξεδιψάσουν της Αφρικής στρατιές,
με πόδια γυμνά και γλώσσα σε στάση προσευχής να κοιτά τον ουρανό.
Θα ποτίσει το πανάκι εκείνης της μάνας μου,
που σκουπίζει τις πληγές των σκοτωμένων της Γάζας.
Μάνα μου εσύ,
                         κι εσύ,
                                     κι εσύ!
Είσαι τόσες πολλές!
Πάρε το αίμα τους να θαφτούν στη γη μας καθαρά τ’ αδέρφια μου.
Στράγγιξε το πανί σου καλά μάνα μου.
Να πέφτει το αίμα σταγόνα σταγόνα στο δοχείο του χρόνου.
Κι όταν μου ρίξουν κι άλλα χαστούκια για να τους πω με ποιο δικαίωμα εγώ τόσο μικρή το
δίκιο μου παλεύω.
Πειστήριο του εγκλήματός μου  θα ‘χω στα δάχτυλα μου,
του παιδιού μου την αλήθεια που δεν έχει γεννηθεί.
θα σου πιάσω το μάγουλο μ’ αγάπη…
θα ματώσει κι εκείνο..

είμαστε ένα…

Παναγιώτης Μπελίτσος

Φλόγες σκίζουνε τον ουρανό της Γάζας
Έδαφος φίλησαν και θάνατο σκορπούν
Άκου πίσω απ’ τις βροντές το κλάμα
16 ήταν ο Ρασίντ, στη Βόρεια Ναμπλούς
Άρματα βαριά, εκπαιδευμένοι δολοφόνοι
με δυό σημαίες, των ΗΠΑ και Ισραήλ
Χαρίζουν θρήνο απ’ το κάθε τους κανόνι

Την Παλαιστίνη κλέβουν κάθε ζωή και πιθαμή
Απέναντι μια έφηβη χτυπά το στρατιώτη
και ένας μικρός με τη σφεντόνα του τα τανκς
Στη δυτική όχθη πια δεν κρύβονται οι ανθρώποι
Κάθε νεκρός τους, τους αρματώνει την καρδιά
 Όπλο στα χέρια τους είν’ η  αλληλεγγύη
Αν άκουσες το κλάμα κι απ’ την άλλη δεν γυρνάς
Ύψωσε ανάστημα σε αυτά και στα άλλα κτήνη
Αύριο ίσως την πόρτα σε σένα να χτυπάν.

Μαχμούντ Νταρουίς

Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Αριθμός ταυτότητος: 50.000
Τα παιδιά μου είναι οχτώ
Το ένατο θα ΄ρθει μετά από το καλοκαίρι.
Θυμώνεις;
……………….
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Δουλεύω με τ΄ αδέλφια μου του μόχθου σ’ ένα νταμάρι
τα παιδιά μου είναι οκτώ
τραβάω από την πέτρα
τα ρούχα, το ψωμιί και τα βιβλία τους, αλλά
στην πόρτα σου δε ζητιανεύω
Θυμώνεις;
………………
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Όνομα δίχως τίτλο υπομονετικός
σ’ ένα τόπο που βράζει,
οι ρίζες μου
αγκυροβόλησαν
πριν απ΄ τη γέννηση του χρόνου
πριν απ΄των αιώνων το ξετύλιγμα
πριν από τις ελιές κι από τα κυπαρίσσια
και πριν φυτρώσει το χορτάρι.
Ο πατέρας μου
απ΄τη φαμίλια είναι τ’ αλετριού

ο παππούς μου
αγρότης δίχως αξίωμα,
το σπίτι μου καλύβα από καλάμια.
Όνομα είμαι δίχως τίτλο.
………………..
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Το χρώμα των μαλλιών μου είναι μαύρο
το χρώμα των ματιών μου καστανό.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μου:
«κουφίε» πάνω στο κεφάλι μου,
Σκληρή να ‘ναι σαν πέτρα η παλάμη μου
που γρατζουνάει όποιον την αγγίζει,
ό,τι αγαπάω για φαί
είναι το θυμάρι και το λάδι.
Η διεύθυνσή μου:
χωριό απόμακρο και ξεχασμένο
δίχως ονόματα οι δρόμοι του
κι όλοι οι άντρες του
στο νταμάρι και στο χωράφι.
Θυμώνεις;
…………………..
Γράψε.
Είμαι Άραβας.
Λήστεψες τ’ αμπέλια των προγόνων μου
και τα χωράφια που τα δούλευα με όλα τα παιδιά μου.
Δεν άφησες στους απογόνους μου
παρά αυτές τις πέτρες.
Μήπως θα τις πάρει η Κυβέρνησή σας
όπως λένε;
Λοιπόν,
Γράψε στην αρχή της πρώτης σελίδας:
εγώ δεν μισώ τους ανθρώπους
κανέναν δεν κλέβω
μα αν πεινάσω
τρώω τη σάρκα του σφετεριστή μου.
Φυλάξου.
Από την πείνα μου φυλάξου
κι απ’ την οργή μου.
Ταουφίκ Ζαγιάντ (1932-1994)

Με τα δόντια

Με τα δόντια

θα υπερασπιστώ την κάθε στιγμή
από το χώμα της πατρίδας μου
με τα δόντια μου.
Γη άλλη πατρίδα μου δε δέχομαι
ακόμα κι αν με κρέμαγαν από τις φλέβες, μένω εδώ
όμηρος της αγάπης για τη μάντρα του σπιτιού μου,
για την πάχνη και το στοργικό ζαμπάκι, μένω εδώ
κι όλα τους τα σταυρώματα δε με συντρίβουν.
Μένω εδώ και υπερασπίζομαι
την κάθε σπιθαμή απ΄ το χώμα της πατρίδας μου
με τα δόντια.

Ταουφίκ Ζαγιάντ (1932-1994)

Με λουλούδια και με γλυκά
Και μ’ όλη την αγάπη μας προσμένουμε
Εγώ, η γη, το φεγγάρι,
Η πηγή, η ελιά, τ’ αγριολούλουδα,
Τα διψασμένα περιβόλια και τ’ αμπέλια
και χίλια πράσινα τραγούδια
που κάνουνε τις πέτρες και φυλλοφοούν.
Με λουλούδια και με γλυκά
και μ’ όλη την αγάπη μου προσμένω
και καρτερώ του αγέρα την πνοή που έρχεται
απ΄ την ανατολή
μήπως και στα φτερά του φέρει μήνυμα
μήπως και κάποια μέρα ο ποταμός φωνάξει:
Σταυρωμένε, ανάσανε,
οι δικοί απόντες διάβηκαν.

Chassan Zaqtan (μτφρ. από τα αγγλικά: Χριστίνα Λιναρδάκη)

Δεν έχει νεκρούς στους δρόμους σήμερα
Είναι  μια ήσυχη μέρα,
Η κίνηση είναι κανονική,
Υπάρχει αρκετός χώρος για την πομπή
Των χθεσινών νεκρών

Χώρος για να προστεθεί
ένα όνειρο, μια ιδέα, ένα μικρό αγόρι,
μια ακόμη ώθηση στην αγαπημένη βάρκα,
ένα ψεύτικο όνομα για το κύτταρο,
ένα τριαντάφυλλο για τη νέα αγάπη,
ένα χέρι στον σύντροφο
Λίγος χώρος για να μείνεις ζωντανός για λίγο ακόμη
Αρκετός χρόνος για να σφίξεις τα χέρια
Και να φτάσεις τον ήλιο
[…]
Μια ήρεμη μέρα,
Η γειτόνισσα θα βγει από το νυχτικό της
Για να κρεμάσει λίγη υπνηλία γύρω μας,
Κάποιο νωθρό ξύπνημα
Είναι πολύ ληθαργική για να μαζέψει γράμματα σε λέξεις
Πού είναι η ζωή αυτό το απέραντο πρωινό του περιπάτου;
Δεν θα φύγουμε
Απ’ την ασπράδα του φορέματός της ένας λόγος
Θα έρθει να μας μεταφέρει στους δρόμους
Μόλις εκείνη πέσει νεκρή λέγοντας «καλημέρα»

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008)

Σ’ αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις
Ο ερχομός του Απρίλη
Η μυρωδιά του ψωμιού την αυγή
Αυτά που λένε οι γυναίκες για τους άντρες
Τα γραπτά του Αισχύλου
Η αρχή του έρωτα
Το χορτάρι πάνω σε μια πέτρα
Μητέρες που ζουν με το σκοπό της φλογέρας
Και ο φόβος των κατακτητών για τη μνήμη


Σε αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις
Το τέλος του Σεπτέμβρη
Μια γυναίκα που ανθίζει μετά τα σαράντα
Η ώρα του ήλιου στη φυλακή
Σύννεφα που σχηματίζουν πελώριες μορφές
Τα συνθήματα του λαού για κείνους που φεύγουν γελαστοί
και ο φόβος στα μάτια των τυράννων


Σε αυτή τη γη υπάρχει κάτι που αξίζει να το ζήσεις
Σε αυτή τη γη, την κόρη της γης
τη μάνα όλων των ξεκινημάτων
τη μάνα όλων των τελειωμών
Τη λέγαν Παλαιστίνη
Παλαιστίνη τη λένε ακόμα
Αγαπημένη μου, μου δόθηκε
μου δόθηκε η ζωή γιατί σε αγαπώ

Ταουφίκ Ζαγιάντ (1932-1994)

Πάνω στον κορμό μιας ελιάς (απόσπασμα)

…επειδή δεν μπορώ ν’ αγοράσω χαρτί
θα χαράξω αυτά που τραβάω
τα μυστικά μου όλα θα χαράξω
πάνω στον κορμό μιας ελιάς
στην αυλή του σπιτιού μου.
Θα χαράξω την ιστορία μου
Τις πράξεις της τραγωδίας
Τους αναστεναγμούς για τα περιβόλια
Κι όλα τα αχ πάνω στους τάφους των προγόνων μου.
Θα χαράξω
Την κάθε πίκρα που γεύτηκα
Την πίκρα που με τόνο δέκατο
Απ’ τη μελλούμενη ευτυχία θα σβήσει.

Θα χαράξω όλα τα στοιχεία
Του κάθε χωραφιού που αρπάχτηκε
Του χωριού μου τα σύνορα
Τα σπίτια των ανθρώπων που ανατινάχτηκαν
Τα δέντρα μου που ξεριζώθηκαν
Τ’ αγριολούλουδα που πατήθηκαν
Τα ονόματα εκείνων που το μάσημα των νεύρων μου
Το ‘καμαν τέχνη

Ταουφίκ Ζαγιάντ (1932-1994)

Αγαπημένοι
Με τα ματόκλαδα
Στρώνω τη στράτα του γυρισμού σας με τα ματόκλαδα.
Αγαπημένοι αγκαλιάζω την πληγή σας·
Της στράτας σας τ’ αγκάθια με τη χούφτα μου μαζώνω
Και στις δύο όχτες βάζοντας τη σάρκα μου
Χτίζω του γυρισμού σας το γιοφύρι.

Samih al Qasim (μτφρ.: Kamal Kattan)

Ίσως να στερηθώ και το ψωμί μου.
Ίσως το στρώμα ξεπουλήσω και τα ρούχα μου.
Ίσως δουλέψω σκουπιδιάρης, πετροκόπος και χαμάλης.
Ίσως να σωριαστώ γυμνός και πεινασμένος, εχθρέ του ήλιου
Αλλά δεν παζαρεύω
Κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θ’ αντιστέκομαι!
Ίσως αρπάξεις απ’ τη γη μου και την τελευταία σπιθαμή.
Ίσως ταΐσεις στις φυλακές τη νιότη μου.
Ίσως μου κλέψεις την κληρονομιά του παππού μου

  • πιθάρια, έπιπλα και σκεύη -.
    Ίσως καθίσεις πάν’ απ’ το χωριό μας σαν εφιάλτης τρόμου
    Εχθρέ του ήλιου
    Αλλά δεν παζαρεύω
    Κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θ’ αντιστέκομαι.

Samih al Qasim (μτφρ.: Kamal Kattan)

…Το μέτωπό μου ένα κομμάτι από κερί
Πάνω στο μπράτσο μου
Το στόμα μου φλογέρα τσακισμένη και το στήθος μου ναός
Μες στο ναό μυριάδες άνθρωποι γονατιστοί,
Μάτια σβησμένα ήταν, εξισωθήκανε
Ο άγιος κι ο εξωμότης
Στη νέα πληγή, εξισωθήκανε
Στη νέα ντροπή, εξισωθήκανε
Γη… ταρακουνήσου
Και συχώρα με που
Κατεβαίνοντας μ’ απορροφά ένας θάνατος αργός
Συχώρα την κραυγή μου στη φωτιά

  • στον εξευτελισμό του γονατίσματος –
    Κάψε με, κάψε με για να λάμψω.

Zakaria Mohammed (μτφρ. από τα αγγλικά: Χριστίνα Λιναρδάκη)


Πολλά πουλιά πετούν γοργά πάνω απ’ το κεφάλι μου
Με κλαδάκια στα ράμφη τους να χτίσουν τα σπίτια τους
Το δικό μου σπίτι δεν έχει χτιστεί ακόμη
Ακόμη ζω στη γη του ήλιου και της βροχής
Τα πουλιά εξακολουθούν να πετούν με τα κλαδάκια τους
Ενώ εγώ, σαν μικρό παιδί, δεν μπορώ να κάνω τα χείλη μου να ψελλίσουν «σπί-τι μου».

Zakaria Mohammed (μτφρ. από τα αγγλικά: Χριστίνα Λιναρδάκη)


Ποιοι είστε εσείς, που προχωράτε σε δύσβατους δρόμους
Με τον ιδρώτα να τρέχει απ’ το σώμα σας;

  • Είμαστε οι θεριστές των κυματιστών λόφων.
    Ξεκινήσαμε την αυγή
    Και θερίσαμε τον άνεμο
    Και τον χρόνο
    Και τις παραισθήσεις που ξεφύτρωναν

Σαν τα χορτάρια της σαβάνας
Ω! Πόσο παράξενη μπορεί να είναι η σοδειά
Αν η νύχτα δεν είχε πέσει τόσο νωρίς
Θα είχαμε θερίσει με τα δρεπάνια μας
Τη σιωπή, τον θάνατο και την πέτρα
Και θα είχαμε κατέβει προς τη θάλασσα
Να δρέψουμε τα κύματα και τον παφλασμό τους
Για να κάνουμε τα πάντα τέλεια,
Τέλεια και οριστικά.

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008)

Όταν σε πολιορκούν,
Η ζωή είναι μια στιγμή
Ανάμεσα στην ανάμνηση
Της πρώτης στιγμής
Και στη λήθη
Της τελευταίας
*
Οι στρατιώτες μετρούν την απόσταση
Ανάμεσα στο είναι και το μηδέν με κιάλια,
Κρυμμένοι πίσω απ’ τα τανκς.
*
Εμείς μετράμε την απόσταση
Ανάμεσα στο σώμα μας και τις ρουκέτες
Μονάχα με τις έξι μας αισθήσεις.
*
Τα κυπαρίσσια, πίσω απ’ τους στρατιώτες,
Είναι μιναρέδες που κρατούν τον ουρανό να μην πέσει.
Πίσω από το αγκαθωτό συρματόπλεγμα,
Στρατιώτες κατουράνε προστατευμένοι από ένα τανκ.
Η μέρα του φθινοπώρου ολοκληρώνει τον χρυσό περίπατό της
Στο κράσπεδο ενός δρόμου άδειου,
Σαν τζαμί μετά την κυριακάτικη προσευχή.
*
Σ’ ένα σοκάκι φωτισμένο από εξόριστο φανάρι…
Να, ένα στρατόπεδο προσφύγων
Στους τέσσερεις ανέμους.
Ο Νότος του χιμάει στον άνεμο.
Η Ανατολή του: μια θρησκεία στραμμένη δυτικά.
Η Δύση του: μια αιματηρή εκεχειρία,
Που εκδίδει το κόστος της ειρήνης.
Όσο για τον Βορρά του, τον μακρινό Βορρά,
Δεν είναι τόπος, δεν είναι σύνορο στον χάρτη.

Μια σύναξη είναι ουράνιας μαγείας.
*
Σε κατάσταση πολιορκίας,
Ο χρόνος γίνεται ένας τόπος
Που συρρικνώνεται κι όλο συρρικνώνεται.
Σε κατάσταση πολιορκίας,
Ο χώρος γίνεται ένας χρόνος
Αποκομμένος από το παρελθόν
Και το μέλλον.
*
Το γράψιμο είναι ένα μικρούλι μυρμήγκι
Που δαγκώνει τον αφανισμό.
Το γράψιμο είναι ένα αναίμακτο τραύμα.
*
Τα φλιτζάνια του καφέ μας, και τα πουλιά,
Και τ’ ανθισμένα δέντρα με τη διάφανη σκιά,
Κι ο ήλιος που πηδά από μάντρα σε μάντρα σαν γαζέλα,
Και τα σύννεφα που γράφουν
Μυριάδες σχήματα στον απέραντο ουρανό
-σ’ ό,τι μας έμεινε απ’ αυτόν τον ουρανό-
Και οι λοιπές μνήμες που άντεξαν μέσα μας,
Αποδεικνύουν πως αυτό το πρωινό
Είναι όμορφο και δυνατό,
Κι εμείς παντοτινοί επισκέπτες του παντός.

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008)


Ονειρεύτηκα τα πανηγύρια που ήμουνα παιδί.
Ονειρεύτηκα δύο μεγάλα μάτια.
Ονειρεύτηκα αυτήν με την πλεξούδα.
Ονειρεύτηκα μιαν ελιά που δεν πουλιέται
και λίγα γρόσια.
Ονειρεύτηκα τ΄απόρθητα τείχη της ιστορίας σου
το μύρο της αμυγδαλιάς
που τον καημό ανάβει
στις νύχτες τις ατέλειωτες.
Ονειρεύτηκα τους δικούς μου
της αδερφής το μπράτσο που μ΄ αγκάλιαζε
μετάλλιο ανδρείας.
Ονειρεύτηκα μια νύχτα καλοκαιρινή
κι ένα καλάθι σύκα.
Ονειρεύτηκα πολλά.

πολλά ονειρεύτηκα
γι αυτό συχώρεσέ με.

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008)


Σφίξτε μου τα σκοινιά
Απαγορέψτε μου και τα τετράδιο και τα τσιγάρα,
κλείστε το στόμα μου με χώμα.
Το τραγούδι είναι το αίμα της καρδιάς
τ’ αλάτι του ψωμιού
το νερό του ματιού.
Γράφεται με τα νύχια, το λαρύγγι και τα μάτια…
Θα το λέω στο κρατητήριο
στην τουαλέτα
και στο στάβλο
με χειροπέδες, κάτω απ΄το βούρδουλα
κάτω απ΄τα δεσμά των αλυσίδων.
Πουλιά μυριάδες πάνω στης καρδιάς μου τα κλαδιά
πλάθουνε το μαχόμενο τραγούδι.

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008)

Ήμουν εκεί πριν έναν μήνα.  Πριν έναν χρόνο ήμουν εκεί.  Ήμουνα πάντα εκεί λες και δεν
ήμουνα αλλού πουθενά.  Το 1982 το ίδιο πράγμα μας συνέβη όπως μας συμβαίνει και
σήμερα.  Είχαμε πολιορκηθεί και είχαμε σκοτωθεί και είχαμε πολεμήσει εναντίον της
κόλασης που αντιμετωπίζαμε.  Οι απώλειες/οι μάρτυρες δεν μοιάζουν μεταξύ τους.  Ο
καθένας τους έχει μια χαρακτηριστική σωματική διάπλαση και διαφορετικά
χαρακτηριστικά του προσώπου, μάτια διαφορετικά και διαφορετικό όνομα και ηλικία.  Οι
φονιάδες είναι αυτοί που φαίνονται όλοι το ίδιο.  Είναι μια ύπαρξη, που είναι διανεμημένη
σε διαφορετικά σιδερένια αντικείμενα, που πατάει ηλεκτρονικά κουμπιά, που σκοτώνει κι
εξαφανίζεται ύστερα.  Μας βλέπει αλλά εμείς δεν τον
βλέπουμε, όχι επειδή είναι ένα φάντασμα αλλά επειδή είναι η σιδερένια μάσκα μιας ιδέας
– δίχως χαρακτηριστικά, δίχως μάτια, δίχως ηλικία, δίχως όνομα.  Είναι αυτός που διάλεξε
να έχει ένα και μόνο όνομα: ο εχθρός.

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008)

Στην υγειά της χώρας μας,
και είναι αυτή που είναι πιο κοντά στου θεού τον λόγο,
ένα ταβάνι σύννεφα
Στην υγειά της χώρας μας,
και είναι αυτή που είναι μακριά από των ουσιαστικών τα επίθετα,
ο χάρτης της απουσίας
Στην υγειά της χώρας μας,
και είναι αυτή που είναι τόσο μικρή όσο κι ο σπόρος απ’ το σουσάμι,
ένας ουράνιος ορίζοντας … κι ένα χάσμα κρυφό
Στην υγειά της χώρας μας,
και είναι αυτή που την τριγυρίζουν λόφοι κατάσχιστοι,
η ενέδρα ενός νέου παρελθόντος
Στην υγειά της χώρας μας, και είναι το έπαθλο ενός πολέμου,
η ελευθερία να πεθαίνεις από τον καημό και απ’ τη φωτιά μέσα σου
και η χώρα μας, στην πιο αιματηρή της νύχτα,
είναι ένα πετράδι που αστράφτει μακριά, κι ακόμη μακρύτερα
και που φωτίζει κάθε τι που βρίσκεται έξω απ’ αυτή …
Όσο για μας, εντός της,
ασφυξιούμε όλο και πιο πολύ!

Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008)


Όπως περπάτησε ο Χριστός πάνω στη λίμνη
έτσι περπάτησα κι εγώ μέσα στο όραμά μου.
Μα εγώ κατέβηκα από το σταυρό
γιατί τα ύψη τα φοβάμαι
κι ούτε προαναγγέλλω ανάσταση.
Δεν άλλαξα άλλο απ’ το ρυθμό μου

για να ακούσω την καρδιά μου καθαρά.
Στους επικούς οι αετοί, σε μένα, το περιδέραιο του περιστεριού
κι άστρο παρατημένο πάνω στις στέγες
και δρόμος που στο λιμάνι οδηγεί.
Τούτη η θάλασσα είναι δική μου.
Τούτος ο αγέρας ο υγρός δικός μου είναι.
Τούτο το πεζοδρόμιο κι ό,τι έχει πάνω του
από τα βήματά μου και το σπέρμα μου…
δικό μου είναι.
Κι η στάση η παλιά του λεωφορείου δική μου είναι.
Το φάντασμά μου κι ο αφέντης του επίσης.
Τα χάλκινα σκεύη
και ο στίχος του Θρόνου, το κλειδί
η πόρτα, οι φρουροί και τα κουδούνια
το πέταλο της φοράδας που πάνω απ’ τα τείχη πέταξε…
Κι ό,τι ήτανε δικό μου, μου ανήκει.
Μια σελίδα ξεριζωμένη απ’ το Ευαγγέλιο, δική μου.
Και το αλάτι που άφησαν πίσω τους τα δάκρυα
πάνω στον τοίχο του σπιτιού μου.
Και τ’ όνομά μου, πέντε οριζόντια γράμματα, κι αν λάθος το προφέρω,
μου ανήκει.
Μιμ, ο μαγεμένος, ο ορφανός, ο πληρωτής του παρελθόντος.
Χα, χώμα και χλόη, η αγαπημένη, δυο χαλασιές στη σκέψη και στην ψυχή δυο χαλασμοί.
Μιμ, ο πολυκύμαντος, ο προετοιμασμένος, ο έτοιμος για το θάνατό του τον υποσχόμενο,
εξόριστος, άρρωστος από λαχτάρα.
Ουάου, τ’ αντίο, το ρόδο ανάμεσα, η αφοσίωση στη γέννα οπουδήποτε, και των γονιών η
υπόσχεση.
Νταλ, ο οδηγός, το μονοπάτι, το δάκρυ ενός σπιτιού ερειπωμένου, ένας σπουργίτης που με
χαϊδολογεί και με ματώνει.
Κι αυτό το όνομα, μου ανήκει.
Κι ανήκει και στους φίλους μου
όπου κι αν βρίσκονται.
Όπως μου ανήκει και το προσωρινό μου σώμα.
Παρόν ή απόν…
Δυο μέτρα απ’ αυτό το χώμα θ’ αρκούν στο εξής
Ένα μέτρο κι εβδομήντα πέντε εκατοστά για μένα.
Και το υπόλοιπο για τα λουλούδια με τ’ άναρχα χρώματα
που λίγο λίγο θα με πίνουν και θα μου ανήκει ό,τι ήτανε και πριν δικό μου:
Το χθες μου, κι ό,τι θα γίνει δικό μου.
Το μακρινό μου αύριο κι η επιστροφή της άστεγης ψυχής μου.
Σαν τίποτα να μην υπήρξε…
Σαν τίποτα να μην υπήρξε…
Μια γρατζουνιά στο χέρι του μάταιου παρόντος.
Κι η ιστορία σαρκάζει τα θύματα
…και τους ήρωές της
…ρίχνει ένα βλέμμα και τους προσπερνάει.
Τούτη η θάλασσα μου ανήκει.

Κι ο αγέρας ο υγρός δικός μου είναι.
Και τ’ όνομά μου.
Κι αν λάθος πρόφερα το όνομά μου, στο φέρετρο γραμμένο επάνω,
δικό μου είναι.
Μα εγώ,
-ξέχειλος από κάθε λόγο για να φύγω-
Δεν ανήκω σε μένα.
Δεν μου ανήκω!
Δεν μου ανήκω!

Ίσως σας ενδιαφέρουν…