Ανοιχτή επιστολή Συντονιστών Εκπαίδευσης Προσφύγων_Η Εκπαιδευτική Ένταξη και η Συμπερίληψη των παιδιών – προσφύγων δε χωρά σε κλειστά κέντρα
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι,
παραθέτουμε την Ανοιχτή Επιστολή Συντονιστών Εκπαίδευσης Προσφύγων, σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες μαθητές και οι οικογένειές τους σε ολόκληρη τη χώρα.
Λίγους μήνες έπειτα από τη βίαιη απομάκρυνσή τους από τις δομές εντός αστικών ιστών και του τερματισμού του προγράμματος διαμονής προσφύγων σε διαμερίσματα εντός αστικού ιστού (ESTIA II), οι μαθητές μας και οι οικογένειές τους αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα διαβίωσης σε κλειστά ελεγχόμενα κέντρα. εκτός αστικών ιστών, όπου καταστρατηγούνται θεμελιώδη δικαιώματα ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια συμπερίληψης και κοινωνικής ένταξής τους στην κοινωνία.
Δεν κλείνουμε τα μάτια!
Γινόμαστε η φωνή των προσφύγων μαθητών/τριών σε όλη τη χώρα!
Ολόκληρη η επιστολή:
«Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ – ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΔΕ ΧΩΡΑ ΣΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΚΕΝΤΡΑ
Οι παρακάτω υπογράφοντες και υπογράφουσες Συντονιστές και Συντονίστριες Εκπαίδευσης Προσφύγων (ΣΕΠ), θέλουμε, μέσω της παρούσας, ανοιχτής επιστολής διαμαρτυρίας να εκφράσουμε την έντονη αγωνία και αντίθεσή μας στη μετατροπή όλων των τύπων δομών διαμονής προσφύγων-αιτούντων άσυλο-μεταναστών ανά την επικράτεια σε κλειστά ελεγχόμενα κέντρα.
Παρατηρούμε ότι εκεί όπου ήδη εφαρμόζεται είτε το μοντέλο των “Κλειστών Ελεγχόμενων Δομών” (Κ.Ε.Δ.), όπως στη Σάμο, τη Λέρο και την Κω, είτε των “Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης” (Κ.Υ.Τ.), όπως στα Διαβατά, στη Μαλακάσα ή στο Φυλάκιο Έβρου, είτε ακόμα κι εκεί όπου προωθείται το επονομαζόμενο μοντέλο «ελεγχόμενης» διαβίωσης, όπως στις διάφορες “Ελεγχόμενες Δομές Προσωρινής Φιλοξενίας Αιτούντων Άσυλο” (Ε.Δ.Π.Φ.Α.Α.) (κυρίως) της ενδοχώρας διαμορφώνονται εξαιρετικά ζημιογόνες συνθήκες τόσο για την ευεξία των ίδιων των παιδιών-προσφύγων, όσο και των οικογενειών τους γενικότερα. Οι συνθήκες αυτές μας δημιουργούν πρωταρχικά αγωνία για την ψυχοκοινωνική και μαθησιακή εξέλιξη των παιδιών που υποστηρίζουμε και κατά δεύτερο λόγο, δυσφορία, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι εργαζόμαστε πλέον σε ένα περιβάλλον “ανοιχτών φυλακών”.
Από τις δημόσιες εξαγγελίες των αρμοδίων, τα μέχρι τώρα βιώματά μας στις δομές και λαμβάνοντας υπόψη το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (ΠΔ106/2020, ΦΕΚ3191/2021, ΠΔ77/2022) αντιλαμβανόμαστε ότι η πολιτική αυτή πρακτική του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου δεν αποτελεί “τοπικό ιδίωμα”, αλλά μέρος ενός ευρωπαϊκού μοντέλου υποδοχής και διαχείρισης των αναγκών των εκτοπισμένων προσώπων που θέτει τον εγκλεισμό και την αποστέρηση στο κέντρο του σχεδιασμού του.
Αυτό το μοντέλο συνίσταται:
- στην απομάκρυνση των δομών διαμονής από τον αστικό ιστό της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας, στην εγκατάστασή τους σε ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιοχές και στην περίφραξή τους με τείχη από μπετόν ύψους τριών μέτρων,
- στη δημιουργία όλο και περισσότερων εσωτερικών, χωριστών, συμπλεγμάτων – κλουβιών για τις διαφορετικές λειτουργίες, οι οποίες θωρακίζονται με διπλές περιφράξεις και λεπιδωτό συρματόπλεγμα και φυλάσσονται από ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας (security),
- στην εγκατάσταση συστημάτων ψηφιακού ελέγχου και επιτήρησης του πληθυσμού αλλά και του μόνιμου προσωπικού τόσο στις εισόδους όσο και στο εσωτερικό των δομών. Τέτοια συστήματα αποτελούν οι μηχανισμοί σωματικής έρευνας – έρευνας αποσκευών των προσφύγων και των εργαζομένων ή/και ελέγχου των πορτμπαγκάζ των αυτοκίνητων των δεύτερων, τα πολλαπλά τουρνικέ που εγκαθίστανται στις διάφορες διόδους και στα όρια των διαφορετικών τομέων εντός των δομών, τα drones και οι κάμερες κλειστού κυκλώματος, κάποιες εκ των οποίων διαθέτουν ενσωματωμένο λογισμικό ανίχνευσης «επικίνδυνης» συμπεριφοράς,
- στη ραγδαία υποστελέχωση των κοινωνικών και υγειονομικών υπηρεσιών από επιστημονικό προσωπικό, διερμηνείς/μεταφραστές κ.λπ. και στην παράλληλη αύξηση του προσωπικού υπηρεσιών ασφάλειας (security). Η υποστελέχωση αυτή δημιουργεί ασφαλώς αλυσιδωτά προβλήματα, αλληλένδετα με την προστασία και την εκπαιδευτική προοπτική των παιδιών.
- στους χρονικούς περιορισμούς εισόδου – εξόδου που επιβάλλονται σε διαμένοντες/νουσες και σε εργαζόμενους/ες, στην ήδη ισχύουσα, απαγόρευση πρόσβασης οποιουδήποτε «μη – εξουσιοδοτημένου προσώπου», ή απλούστερα, οποιουδήποτε/οποιασδήποτε δε στεγάζεται ή δεν εργάζεται σε αυτές, αλλά και στην απαγόρευση προσπέλασης της δομής ενίοτε κι από μόνιμο προσωπικό εκτός του δηλωθέντος ωραρίου ή για την διεκπεραίωση κάποιας εργασίας που δεν περιλαμβάνεται στο στενά εννοούμενο καθηκοντολόγιο (π.χ. τη διανομή ρουχισμού, σχολικών ειδών κτλ.).
Αυτή η διαδικασία “κλεισίματος” των δομών, ιδιαίτερα τώρα που δε λειτουργεί πια το πρόγραμμα διαμονής σε διαμερίσματα εντός αστικού ιστού (ESTIA II), στοχεύει – σύμφωνα με το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου – στην ενίσχυση της αίσθησης ασφάλειας και προστασίας τόσο για τους διαμένοντες/τις διαμένουσες όσο και για τις όμορες, τοπικές κοινωνίες.
Ωστόσο, βάσει της επιστημονικής και παιδαγωγικής μας συγκρότησης και της πολύχρονης εμπειρίας μας ως ΣΕΠ, πιστεύουμε ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μοντέλου μαζικοποίησης, εγκλεισμού και διαχωρισμού στις δομές αυτές:
- δημιουργεί αξεπέραστα πρακτικά προβλήματα στην πρόσβαση των παιδιών και των νέων των δομών στη δημόσια τυπική εκπαίδευση, εξαιτίας της απόστασης του τόπου διαμονής τους από τα αστικά κέντρα όπου λειτουργούν τα δημόσια σχολεία,
- περιορίζει δραστικά τις δυνατότητες επικοινωνίας με συμμαθητές/τριες και γενικότερα, ομήλικούς τους αφού η συμμετοχή σε δραστηριότητες κοινωνικής ένταξης (δράσεις και προγράμματα, εκδρομές, ομαδικές δραστηριότητες κ.α.) που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της εκπαίδευσης, καθίστανται αδύνατες, εξαιτίας της απομόνωσής τους και της παράλληλης αδυναμίας πρόσβασης των μη διαμενόντων σ’ αυτές,
- αποτρέπει την επικοινωνία των προσφύγων γονέων και κηδεμόνων με τους/τις εκπαιδευτικούς των παιδιών τους αλλά και με τους γονείς και κηδεμόνες των παιδιών των τοπικών κοινωνιών, ακυρώνοντας έτσι μια από τις θεμελιώδεις λειτουργίες της εκπαιδευτικής κοινότητας,
- δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαβίωσης τόσο για τα παιδιά και τις οικογένειές τους, όσο και για όλους τους διαμένοντες/τις διαμένουσες σε καθεστώς χωροταξικής απομόνωσης, γεγονός που δημιουργεί μια σειρά έντονων ψυχοπαθολογικών συνεπειών κι αναπαράγει κοινωνικό στίγμα,
- προκαλεί φαινόμενα ηθικού πανικού στις γειτονικές τοπικές κοινωνίες αφού αναπαριστά όλες τις κοινότητες που διαβιούν σε παρόμοιες εγκαταστάσεις ως τους «απειλητικούς Άλλους», καταρρίπτοντας στην πράξη κάθε πιθανότητα συμπερίληψης και κοινωνικής ένταξης , μετατρέποντας το νομικό καθεστώς προστασίας του «πρόσφυγα» σε εσαεί ταυτοτικό όρο κοινωνικής διάκρισης,
- διαμορφώνει ένα ασφυκτικό εργασιακό περιβάλλον τόσο για εμάς όσο και για τους/τις υπόλοιπους/ες εργαζόμενους/ες μιας και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, θα πρέπει καθημερινά να υφιστάμεθα εξακρίβωση των στοιχείων μας, σωματικούς – βιομετρικούς ελέγχους, έκθεση σε ακτινοβολίες κατά την είσοδό/έξοδό μας κάτι που από τη μια βλάπτει τον οργανισμό μας και από την άλλη, μας προσβάλλει ως επαγγελματίες δημόσιους λειτουργούς, τους οποίους η διοίκηση μεταχειρίζεται διαρκώς με καχυποψία.
Με συναίσθηση της ευθύνης που έχουμε αναλάβει ως διαμεσολαβητές/τριες του απαιτητικού έργου της εκπαιδευτικής ένταξης και συμπερίληψης των προσφύγων – μεταναστών μαθητών/τριών μας ζητάμε:
Από το Υ.Μ.Α. να επανασχεδιάσει το μοντέλο διαχείρισης των προσφύγων – αιτούντων άσυλο – μεταναστών και να προτείνει μοντέλα φιλοξενίας και αξιοπρεπούς διαβίωσης σε μικρές, αυτόνομες δομές εντός του αστικού ιστού και όχι μοντέλα εγκλεισμού και κράτησης, έξω και μακριά από τις τοπικές κοινωνίες.
Από το Υ.ΠΑΙ.Θ. να υπερασπιστεί το αξιόλογο έργο της πρόσβασης και της ένταξης των παιδιών προσφύγων στη δημόσια τυπική εκπαίδευση που έχει επιτελεστεί όλα αυτά τα χρόνια, να προστατεύσει εμάς ως εργαζόμενούς/ές του και τους μαθητές/τριες μας από αυτές τις εξαντλητικές και ταπεινωτικές, καθημερινές διαδικασίες ελέγχου και επιτήρησης.
Καλούμε, τέλος, όλους/όλες τους/τις εργαζόμενους/ες των διαφόρων φορέων και ειδικοτήτων στις παραπάνω δομές και τα σωματεία τους να συνταχθούν μαζί μας για να διεκδικήσουμε από κοινού ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες για όλους/όλες τους διαμένοντες, τις/τους εργαζόμενους/ες και κυρίως, για τα παιδιά που αποτελούν πάντα τον πιο αδύναμο “κρίκο της αλυσίδας”.
Οι ΣΕΠ
Αθανασίου Ασημίνα, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Λιβαδειάς
Ακρίβου Αθανασία, ΣΕΠ Θερμοπυλών
Αλεξίου Χρήστος, ΣΕΠ Ριτσώνας
Αναστασίου Αναστάσιος, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Δυτικής Αττικής
Αρετάκη Στεφανία, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Πειραιά
Βλάχου Σόνια, ΣΕΠ Κατσικά
Γκατζόγια Χριστίνα, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Α’ Αθήνας
Γρηγοριάδου Σοφία, ΣΕΠ Δράμας
Διαμάντη Νατάσσα, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Γ’ Αθήνας
Ζήνδρου Χρυσάνθη, ΣΕΠ Δομής Κατσικά
Θεοδοσίου Μαρία, ΣΕΠ Σάμου
Καραβόλου Ειρήνη, ΣΕΠ Χίου
Καραγιάννη Eλένη, ΣΕΠ Σχιστού
Καραγιαννίδου Όλγα, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Ανατολικής Θεσσαλονίκης
Κούλικας Πέτρος, ΣΕΠ Δομής Σερρών
Κωνσταντίνου Αγγελική, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Γ΄ Αθήνας
Λούστα Χριστίνα, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Δυτικής Θεσσαλονίκης & Πέλλας
Μαράνου Σουλτάνα, ΣΕΠ ΚΥΤ Χίου
Μαυροματίδης Ηλίας, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Ανατολικής Αττικής
Νικολοπούλου Φωτεινή, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Πύργου
Νομικού Χριστίνα, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Πειραιά
Παπαγεωργίου Aιμιλία, ΣΕΠ Σάμου
Παπαδημητρίου Πέπη, ΣΕΠ Ριτσώνας
Παπαχριστοπούλου Εύα, ΣΕΠ Δ’ Αθήνας
Πασχαλίδου Άννα, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Δυτικής Θεσσαλονίκης
Παύλου Διονύσης, ΣΕΠ ΚΕΔ Λέσβου
Ραχιώτη Έλενα, ΣΕΠ Κατσικά
Σερενίδου Χρυσή, ΣΕΠ Δομής Αλεξάνδρειας
Σκαργιώτη Μαρία, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Ιωαννίνων
Σωτηριάδου Λαμπριανή, ΣΕΠ Αστικού Ιστού Δυτικής Θεσσαλονίκης
Τριανταφυλλίδης Αναστάσιος, ΣΕΠ Ε.Δ.Π.Φ.Α.Α. Θήβας
Τσολακίδου Αναστασία, ΣΕΠ Ε.Δ.Π.Φ.Α.Α Καβάλας»